Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ με ΛΟΓΙΑ

Στις 20/3/2016 το Καλλιτεχνικό Εργαστήρι Μελισσίων προσκεκλημενο στη παρασταση του "ΜΕΝΟΥΣΗ" με τίτλο "ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ με ΛΟΓΙΑ" παρουσιασε χορούς από τους Γκαγκαβούζηδες του Έβρου. Ευχαριστούμε το κ. Ντόμπρο Παρασκευά για την πρόσκλησηση.

Οι Γκαγκαβούζηδες συνιστούν μία τουρκόφωνη εθνοπολιτισμική ομάδα, ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος, η οποία εντοπίζεται κυρίως στη νότια Μολδαβία, αλλά και στη Ρουμανία, στην Ουκρανία και στη Βουλγαρία. Ένα μεγάλο μέρος της ομάδας αυτής κατοικεί και στην Ελλάδα με την πλειονότητά της να εντοπίζεται στην περιοχή του βορείου Έβρου και ειδικότερα σε κοινότητες της περιοχής του Τριγώνου, του Διδυμοτείχου και κυρίως της Ορεστιάδας. 
Η τουρκοφωνία, η ομιλία δηλαδή της τουρκικής γλώσσας ως μητρικής από πληθυσμιακές ομάδες των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, δεν αποτέλεσε ποτέ προνόμιο μόνο των Μουσουλμάνων. Η τουρκική γλώσσα εδώ και πολλούς αιώνες είναι η μητρική γλώσσα πολλών χριστιανικών πληθυσμών σε περιοχές που αποτέλεσαν οθωμανικά εδάφη. Οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπάγονταν στην εθνικοθρησκευτική ομάδα millet των Ορθοδόξων Ρουμ, δηλαδή στην ομάδα των ελληνικής καταγωγής ορθόδοξων χριστιανών. Η συνθήκη της Λωζάνης το 1923, που όριζε την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, έγινε με βάση το θρησκευτικό κριτήριο, δηλαδή σύμφωνα με το οθωμανικό millet sistemi και έτσι οι τουρκόφωνοι Ρωμιοί της Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Μαζί με αυτούς ήρθαν στην Ελλάδα και οι τουρκόφωνοι Γκαγκαβούζηδες, διότι αφενός ήταν αλλόθρησκοι των Τούρκων και αφετέρου η τουρκική κυβέρνηση επέμενε να συμπεριληφθούν στους υπό ανταλλαγή πληθυσμούς, καθότι τους θεωρούσε ελληνικής συνειδήσεως
Το γλωσσικό ιδίωμα των Γκαγκαούζων μοιάζει πολύ με τις τουρκικές διαλέκτους της Β.Α. Βουλγαρίας και γενικότερα με όλες τις τουρκικές διαλέκτους της Χερσονήσου του Αίμου. Είναι δηλαδή παρόμοιο με αυτό των Οθωμανών της Βαλκανικής και όχι με το γλωσσικό ιδίωμα που ομιλούν οι Οσμανλήδες της Μικράς Ασίας. Η διαφορά των γκαγκαουζικών από την επίσημη τουρκική γλώσσα έγκειται κατά κύριο λόγο στη σύνταξη και τη φρασεολογία, όπου ακολουθείται η ελληνική γραμματική και σκέψη, παρά στη γραμματική και το λεξιλόγιο, με ορισμένους όμως τομείς του λεξιλογίου να παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, η εκκλησιαστική ορολογία αποτελείται κυρίως από ελληνικές λέξεις, ενώ η γενεαλογική ορολογία αποτελείται κυρίως από βουλγαρικές και λιγότερο από τουρκικές.
Παρόλα αυτά η γκαγκαουζική γλώσσα από γλωσσολογικής άποψης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια απλή τουρκική διάλεκτος. Ωστόσο, επικράτησε η άποψη να θεωρείται ξεχωριστή γλώσσα μέσα στην αλταϊκή οικογένεια γλωσσών και όχι διάλεκτος της τουρκικής.
Οι αλταϊκές γλώσσες είναι μια ομάδα γλωσσών, ευρύτατα διαδεδομένη στην Ασία και η οποία περιλαμβάνει γύρω στις 60 γλώσσες. Πολλοί γλωσσολόγοι θεωρούν τις γλώσσες αυτές ως μια γλωσσική οικογένεια, όμως κάποιοι άλλοι εκτιμούν ότι δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για γλωσσική οικογένεια, αλλά για γλωσσικό δεσμό. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία οι γλώσσες αυτές δεν έχουν κοινό πρόγονο, αλλά αποτελούν τρεις διακριτές γλωσσικές οικογένειες: την τουρκική, τη μογγολική και την τουνγκουσική οικογένεια. Τα αναμφισβήτητα κοινά χαρακτηριστικά των τριών αυτών οικογενειών τόσο στη δομή όσο και στο λεξιλόγιο οφείλονται στη μακροχρόνια επαφή των λαών. Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι που συγκαταλέγουν στις αλταϊκές γλώσσες την κορεατική, την ιαπωνική γλώσσα, καθώς και τη γλώσσα αϊνού. Η προτεινόμενη αυτή διευρυμένη ομάδα ονομάζεται μακροαλταϊκή. 
Σύμφωνα με τον Ιντζεσιλόγλου «…ο όρος ‘ταυτότητα’ δημιουργείται με κράση από το ‘αυτό’ και τον ‘εαυτό’ και δηλώνει την ικανότητα ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων να παραμένει ίδιο και να μη διαφοροποιείται από μία εικόνα του εαυτού του μέσα στο χρόνο…». Για να αποδώσουμε μία ταυτότητα σε ένα άτομο ή σε μια ομάδα ατόμων, είναι απαραίτητο ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ομάδας αυτής να παραμείνουν αμετάβλητα παρά την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος. Στην περίπτωση των Γκαγκαβούζηδων το γνώρισμα αυτό που τους διαφοροποιεί από τους «άλλους» είναι η γλώσσα. 
Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα και κατά το πρότυπο των εθνικών κρατών το νεοσύστατο ελληνικό κράτος προσπάθησε να δημιουργήσει μια ελληνική εθνική ταυτότητα, για όλους τους κατοικούντες εντός των συνόρων του, με βασικά δομικά στοιχεία τη γλώσσα και το θρήσκευμα. Οι όποιες αποκλείσεις από τα δομικά αυτά στοιχεία της «ελληνικότητας» κρίνονταν ως προβληματικές και οι εθνοπολιτισμικές διαφορές θεωρούνταν ως διασπαστικά στοιχεία. Ως ακολούθως όσοι δεν διέθεταν τα πολιτισμικά αυτά χαρακτηριστικά που επέβαλε ως απαραίτητα η εθνική ιδεολογία απορρίπτονταν ως «άλλοι» και αποκλείονταν από τη συμμετοχή τους στο έθνος. 
Στη βάση του παραπάνω συλλογισμού και σε συνδυασμό με την ετεροφωνία των Γκαγκαβούζηδων δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις, ώστε οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της περιοχής του Έβρου να απευθύνονται στους Γκαγκαβούζηδες προσθέτοντάς τους χαρακτηρισμούς όπως «Τούρκοι» και «Τουρκόσποροι», θεωρώντας τους πολίτες δεύτερης κατηγορίας και αντιμετωπίζοντάς τους απαξιωτικά, ενώ οι ίδιοι ταυτίζονταν ταυτόχρονα με το «μύθο της αυτοχθονίας». Το στοιχείο της γλωσσικής τους ετερότητας, το οποίο τους διαφοροποιούσε από το «πρότυπο του Έλληνα», έθετε σε αμφισβήτηση την «ελληνικότητά» τους, με αποτέλεσμα να θεωρηθούν από τους «Έλληνες» (Ελλαδίτες-ελληνόφωνους) ως μια προβληματική ομάδα και ως μια ομάδα δυνάμει ταυτόσημη με το γειτονικό κράτος της Τουρκίας, δηλαδή με τον «εθνικό αντίπαλο», τον οποίο δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν. Στηριζόμενοι λοιπόν, στη διαφορετική γλώσσα των Γκαγκαβούζηδων τους διαχώριζαν εθνολογικά, θεωρώντας ότι ανήκουν σε άλλη «ράτσα», ότι δηλαδή δεν είναι Θρακιώτες, αγνοώντας το γεγονός ότι η γλώσσα αποτελεί μεν στοιχείο διαφοροποίησης, αλλά δεν μπορεί να εκληφθεί ως αποκλειστικό κριτήριο για την εθνοτική διαφοροποίηση. 
Αποτέλεσμα των παραπάνω υπήρξε ο απεμπολισμός της γλώσσας τους, ο οποίος πραγματοποιήθηκε προκειμένου να γίνουν αποδεχτοί από τους «άλλους» και να ενταχθούν κοινωνικά. Η χρήση του γκαγκαβούζικου ιδιώματος θεωρούνταν πολλές φορές από τους ίδιους τους ομιλητές ως ένδειξη διαφορετικότητας από τους «άλλους», γι’ αυτό και αποφεύγονταν η χρήση του μπροστά σε αυτούς που δεν το χρησιμοποιούσαν. Επομένως, εξαιτίας των παραπάνω η χρήση της γκαγκαβούζικης γλώσσας έχει περιορισθεί αισθητά και σε ένα μεγάλο ποσοστό δε μεταβιβάζεται ως μητρική γλώσσα στις γενιές που ακολουθούν, με απόρροια να μετατρέπεται η φύση της από επικοινωνιακή σε συμβολική.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Γκαγκαβούζηδες απαλλαγμένοι πλέον από το εμπόδιο της γλώσσας τους και μετά από τη μακρά αλληλεπίδραση με τους ελληνόφωνους κατοίκους της περιοχής του Έβρου να ταυτίζονται και με αυτούς και να αυτοπροσδιορίζονται ως Θρακιώτες. Ο απεμπολισμός λοιπόν της γκαγκαβούζικης γλώσσας και η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας συνέβαλαν σταδιακά στην ενσωμάτωση τους με τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής με αποτέλεσμα να αναγνωρίζονται και από αυτούς ως «δικοί τους», διατηρώντας όμως ορισμένες φορές την προσφώνηση «Τούρκοι», ώστε να θυμίζει μια πολιτισμική κατωτερότητα. Ωστόσο, σήμερα οι Γκαγκαβούζηδες μετά την αποδοχή τους από τους «άλλους» Εβρίτες, προσπαθούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο, υπερασπιζόμενοι τη γκαγκαβούζικη καταγωγή τους.

Πηγή: Φιλιππίδου Φ. Ελένη. (2011). Χορός και ταυτοτική αναζήτηση: Τακτικές επιπολιτισμού και επαναφυλετισμού των Γκαγκαβούζηδων στην Οινόη Έβρου. Μεταπτυχιακή Διατριβή. Αθήνα: Τ.Ε.Φ.Α.Α., Πανεπιστήμιο Αθηνών.



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου